- εμπεριστατωμένες
- η , ο[ν] обстоятельный, детальный, подробный;
τό εμπεριστατωμένεςο — обстоятельность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τό εμπεριστατωμένεςο — обстоятельность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.